- ὀκτάχρονος
- ὀκτά-χρονος, ον,A composed of eight time-units, Procl.in Prm.p.990S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀκτάχρονος — composed of eight time units masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτάχρονος — και οχτάχρονος, η, ο (Α ὀκτάχρονος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών αρχ. αυτός που σύγκειται από οκτώ χρόνους, από οκτώ χρονικές μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οχτώ) + χρόνος] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek